άττακος

άττακος
(attacus). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των αττακιδών ή σατουρνιιδών. Ζουν περισσότερο στις θερμές χώρες και ορισμένα είδη και στην Ευρώπη. Είναι από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος πεταλούδες με μήκος σώματος 2-3 εκ. και άνοιγμα φτερών 10-12 εκ. Ένα είδος φτάνει τα 25 εκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄττακοι — ἄττακος locust masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄττακον — ἄττακος locust masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ATTACUS — Graece ἀττἀκης vel ἀττακὸς, Levit. c. 11. v. 22. locustae species, forte ἀπὸ τοῦ ἄττειν, a sahendo, ut vulgari linguâ saltarella. Nisi idem ἀττακὸς, quod ἀςτακὸς, Aeolum dialectô; quibus πίςτις est πίττις, unde fides, et βλάςτη βλάττη, unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • атак — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. греч. 1) ἀτταγής, ἀτταγᾶς рябчик; или 2) ἀττάκης,… …   Словарь церковнославянского языка

  • αττάκης — ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α) είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος*] …   Dictionary of Greek

  • ԳՐՈՒԻՃ — ( ) NBH 1 0588 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c գ. ἁττέλαβος, ἅττακος locustae species Ազգ մարախոյ՝ փոքրիկ, որպէս խարագուլ. *Խաղաց իբրեւ զգրուիճ. Նաւում. ՟Գ. 17: *Ջորեակն եւ գրուիճն եւ մարախն. Փիլ. այլաբ.: *Զմնացորդս ջորեկին եկեր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”